μοσχοφόρος

μοσχοφόρος
-α, -ο (Μ μοσχοφόρος και μοσκοφόρος -ον)
αρωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, μυρο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσκοφόρος — μοσκοφόρος, ον (Μ) βλ. μοσχοφόρος …   Dictionary of Greek

  • μοσχολάχανο — και μοσκολάχανο (Μ μοσχολάχανον) κοινή ονομασία τού άγριου ευώδους φυτού ερωδιός ο μοσχοφόρος …   Dictionary of Greek

  • μυογαλή — Γένος εντομοφάγων ζώων της οικογένειας των μυογαλιδών. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες σώμα, μήκους 45 περίπου εκ., λαιμό κοντόχοντρο, μάτια μικρά και τρίχωμα κοντό και πυκνό. Το ρύγχος τους είναι σωληνοειδές και αποτελείται από δύο μακρόστενους… …   Dictionary of Greek

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • μόσκος — ο λιπαρή και αρωματική ουσία που παράγεται από τους αδένες του ζώου Μόσχος ο μοσχοφόρος που ζει στην Αφρική και την Ασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”